- σεληνόγονον
- σεληνόγονονpeonyneut nom/voc/acc sgσεληνόγονοςpeonyfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεληνογόνου — σεληνόγονον peony neut gen sg σεληνόγονος peony fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνόγονα — σεληνόγονον peony neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνόγονος — ἡ, και σεληνόγονον, τὸ, Α το γνωστό με τη λόγια ονομασία Παιωνία η κρητική φυτό, κν. σήμερα πηγουνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + γονος (< γόνος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek